ανωμαλιακός

ανωμαλιακός
-ή, -ό
«ανωμαλικό έτος» — το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαβάσεων της γης από το περιήλιο
2. «ανωμαλιακός μήνας» — το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της σελήνης από το περίγειο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανωμαλιακός μήνας — Βλ. λ. ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”